γαστέρος

γαστέρος
γαστήρ
paunch
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεσογάστωρ — μεσογάστωρ, ορος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μεσογάστορα ναῡται [ναύταν], τὸν ἐν τῇ μέσῃ νηί. Βέλτιον δὲ τὸν διεζωσμένον μέσην τὴν γαστέρα, ζωνογάστορα». [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + γάστωρ (< γαστήρ, γαστέρος), πρβλ. κοιλο γάστωρ, ταυρο γάστωρ] …   Dictionary of Greek

  • φύρω — Α 1. ανακατεύω κάτι στερεό με ένα υγρό και συνήθως τό χαλώ, τό αλλοιώνω (α. «φύρειν γαῑαν ὕδει», Ησίοδ. β. «πάντα βορβορῳ πεφυρμένα», Σιμων.) 2. λερώνω («γαίᾳ πεφύρσεται κόμαν», Πίνδ.) 3. ραντίζω, βρέχω, πιτσιλώ (α. «αἵματι δ οἶκος ἐφύρθη», Ευρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”